- οινοχόη
- Αρχαίο αγγείο με μια λαβή, το οποίο γέμιζαν με κρασί από τον κρατήρα. Οι ο. ήταν κατασκευασμένες από πηλό ή από ορείχαλκο και, πολλές φορές, από ασήμι. Στους αρχαιότερους χρόνους ήταν αγγείο μάλλον βαρύ, με μεγάλη κοιλιά και βάση. Αργότερα όμως ήταν περισσότερο κομψό και ακολουθούσε τα ρεύματα της τέχνης. Οι περισσότερες ο. ήταν μελανόμορφου ρυθμού αλλά από τα τέλη του 6ου αι. επικράτησαν οι ερυθρόμορφες.
Αγγείο για κρασί (πρόχους), με ωραίες φυτικές διακοσμήσεις. Το εξαίρετης τεχνικής αυτό αγγείο, με μινωικές επιδράσεις, βρέθηκε στη Σαντορίνη, στις ανασκαφές στο Ακρωτήρι.
Μελανόμορφη πρωτοκορινθιακή οινοχόη του 7ου π.χ. αι. (Συρακούσες, Αρχαιολογικό Μουσείο).
* * *η (Α οἰνοχόη)(στην αρχαία Ελλάδα) αγγείο με μία λαβή με το οποίο αντλούσαν τον οίνο από τον κρατήρα και τον έχυναν στα ποτήριααρχ.1. είδος τραπεζιού πάνω στο οποίο τοποθετούσαν κατά σειρά τα ποτήρια2. γυναίκα που κερνούσε το κρασί («ἐποίησά μοι ᾄδοντας καὶ ᾀδούσας... οἰνοχόον καὶ οἰνοχόας», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + χοή (< χέω), πρβλ. υδρο-χόη].
Dictionary of Greek. 2013.